- ἤρατε
- взяливы взяли
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἤρατε — ἤ̱ρατε , αἴρω attach aor ind act 2nd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρᾶθ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρᾶτ' — ἠρᾶτο , ἀράομαι pray to imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠρᾶτο , ἐράομαι love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτο , ἐράω 1 love imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd pl ἠρᾶτο , ἐράω 2 pour forth imperf ind mp 3rd sg ἠρᾶτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek